- ξηρόφθαλμος
- ξηρ-όφθαλμος, mit trocknen Augen
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
ξηρόφθαλμος — ξηρόφθαλμος, ὁ (Α) αυτός που πάσχει από ξηροφθαλμία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξηρός + όφθαλμός (< οφθαλμός), πρβλ. υγρ όφθαλμος] … Dictionary of Greek
ξηροφθαλμία — η (Α ξηροφθαλμία) νεοελλ. ιατρ. παθολογική κατάσταση κατά την οποία παρατηρείται κερατινοποίηση και ξήρανση τού επιπεφυκότα και τού κερατοειδούς, λόγω απόφραξης τών δακρυϊκών πόρων ή αβιταμίνωσης Α, και μπορεί να προκαλέσει σοβαρή ή και πλήρη… … Dictionary of Greek
ξηρός — και ξερός, ή, ό, θηλ. και ξηρά (ΑΜ ξηρός, ά, όν, Α θηλ. και ξηρή) 1. αυτός που δεν περιέχει υγρασία, ο χωρίς νερό, στεγνός, άνυδρος (α. «ξερό ποτάμι» β. «χείμαρρους ξηροὺς ὕδατος», Αρρ.) 2. αυτός που έχει αποβάλει την ικμάδα του, τη ζωηρότητά του … Dictionary of Greek